παρανδρούμαι

παρανδρούμαι
-όομαι, Α
(για παρθένο) φθάνω σε ηλικία γάμου ή μένω άγαμη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)-* + ἀνδρῶ / ἀνδροῡμαι (< ἀνήρ, ἀνδρός)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”